- μαίανδρος
- Διακοσμητικό σχήμα, το οποίο αποτελείται από ευθείες γραμμές που κάμπτονται σε ορθές γωνίες και σχηματίζουν συνεχή σειρά επαναλαμβανόμενων ελιγμών. Το σχήμα πήρε την ονομασία του από τον ποταμό Μαίανδρο (βλ. λ.) της Μικράς Ασίας, που είναι γνωστός για την ελικοειδή κοίτη του. Ο μ., χαρακτηριστικό διακοσμητικό στοιχείο πολλών προϊστορικών και ιστορικών πολιτισμών, συνδυαζόμενο συχνά με τη σπείρα, παρουσιάστηκε κατά την ανώτερη παλαιολιθική εποχή μόνο στην Ουκρανία, χαραγμένος σε αντικείμενα από κόκαλο. Επανεμφανίστηκε σε μια αρκετά εξελιγμένη φάση της νεολιθικής εποχής και σε έναν πολύ εκτεταμένο γεωγραφικό χώρο που περιλάμβανε όλη τη Βαλκανική χερσόνησο, ένα μεγάλο τμήμα της κεντρικής Ευρώπης και τη νότια Ιταλία. Ο μ. χρησιμοποιήθηκε κυρίως στην κεραμική, όπου εμφανίστηκε, εγχάρακτος ή ζωγραφισμένος, με πολλές παραλλαγές και κάλυπτε ολόκληρη την επιφάνεια του αντικειμένου ή ήταν τοποθετημένος σε ορισμένα σημεία κατά ζώνες. Κατά τη λίθινη εποχή και την περίοδο του χαλκού φάνηκε να ατονεί η χρήση του μ., δεν αποκλείεται όμως –παρά το γεγονός ότι δεν βρίσκεται στα κεραμικά σκεύη ή σε άλλα σωζόμενα αντικείμενα– να είχε διατηρηθεί στα υφάσματα και στα πλεκτά είδη (ψάθες κ.ά.). Μόνο έτσι μπορεί ενδεχομένως να εξηγηθεί η επανεμφάνισή του πρώτα κατά την εποχή του χαλκού σε ορισμένες μεμονωμένες περιοχές (στη Μακεδονία και στην Ιταλία, όπου χρησιμοποιήθηκε ευρύτατα στη διακόσμηση των εγχάρακτων απενινικών αγγείων) και αργότερα, στην περίοδο του σιδήρου, σε πολύ περισσότερες περιοχές. Ο μ. είναι ένα από τα χαρακτηριστικά στοιχεία της ελληνικής γεωμετρικής αγγειογραφίας (9ος-8ος αι. π.Χ.). Είναι επίσης πολύ διαδεδομένος σε πολλούς πολιτισμούς της εποχής του σιδήρου στην Ιταλία (πολιτισμός της Βιλανόβα), όπου βρίσκεται εγχάρακτος στις πήλινες τεφροδόχους και στα χάλκινα αντικείμενα, όπως θήκες σπαθιών, ξυράφια και πόρπες.
Ο μαίανδρος αποτελεί χαρακτηριστικό στοιχείο της ελληνικής γεωμετρικής αγγειογραφίας. Στη φωτογραφία, μαίανδρος σε αττικό αμφορέα του 9ου αι. π.Χ., που προέρχεται από το νεκροταφείο στο Δίπολο (Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, Αθήνα).
* * *ο (Α μαίανδρος) [Μαίανδρος]1. ελιγμός παρόμοιος με τον ρου τού ομώνυμου ποταμού2. γεωμετρικό διακοσμητικό σχέδιο που αποτελείται από ορθές γωνίες που συνελίσσονται3. ως κύριο όν. ο Μαίανδροςποταμός τής Καρίας, ονομαστός για τον οφιοειδή δρόμο του.
Dictionary of Greek. 2013.